- σπανόφυλλος
- -ον, Α(για έλατο, πεύκο και άλλα δέντρα) αυτός που δεν είναι πλατύφυλλος, ο βελονόφυλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πολύ-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek